φαιναζοκίνη

φαιναζοκίνη
η, Ν
(φαρμ.) συνθετικό μορφινομιμητικό φάρμακο τής σειράς τής βενζομορφάνης, με αναλγητική δράση τέσσερεις φορές ισχυρότερη από τη δράση τής μορφίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenazocine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”